μαραφέτι

μαραφέτι
το
-ιού (λ. τουρκ.)
1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα.
2. τέχνασμα με το οποίο πετυχαίνουμε κάτι: Κατάφερε να το φτιάξει με τα μαραφέτια του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαραφέτι — το 1. μικρό εργαλείο ή εξάρτημα εργαλείου 2. μέσο, τέχνασμα ή γνώση τού τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται κάτι («η τέχνη μας έχει πολλά μαραφέτια») 3. μτφ. το ανδρικό γεννητικό όργανο 4. στον πληθ. τα μαραφέτια το σύνολο τών εργαλείων που… …   Dictionary of Greek

  • μαρκούτσι — το 1. η δερμάτινη καπνοσύρριγγα τού ναργιλέ 2. (κατ επέκτ.) κάθε μακρόστενο αντικείμενο 3. μαστίγιο, βούρδουλας 4. εξάρτημα, μαραφέτι 5. μτφ. πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. marpus] …   Dictionary of Greek

  • marafet — MARAFÉT, marafeturi, s.n. 1. (pop. şi fam.; la pl.) Fasoane, mofturi; nazuri; fiţe. 2. (pop. şi fam.; mai ales la pl.) Podoabă (pretenţioasă). ♦ Lucru mărunt, fleac. 3. (înv.) Meşteşug, dibăcie; iscusinţă, pricepere, măiestrie. ♦ Procedeu,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”